γλυκανάλατος

γλυκανάλατος
-η, -ο
1. (για τα φαγητά), ανάλατος, άνοστος: Πάντα μαγειρεύει γλυκανάλατα φαγητά.
2. μτφ., άχαρος: Είδαμε μια γλυκανάλατη ταινία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκανάλατος — η, ο άνοστος (γιατί δεν έχει αρκετό αλάτι) 2. άχαρος στους τρόπους ή τους λόγους, ανιαρός …   Dictionary of Greek

  • γλυκαναλατιά — η η ιδιότητα τού γλυκανάλατου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκανάλατος. Η λ., στον λόγιο τ. (γλυκαναλατία, η), μαρτυρείται από το 1877 στον Ε. Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”